νωρεί

νωρεί
νωρεῑ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἐνεργεῑ».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. νωρεῖ (πρβλ. νῶροψ) έχει αναχθεί στην εκτεταμένη-ετεροιωμένη βαθμίδα νωρ- τής ΙΕ ρίζας *-ner «ζωτική δύναμη, άντρας» (πρβλ. λιθουαν. noras «θέληση, βούληση», noriu -eti «θέλω», λατ. Nerō) και έχει συνδεθεί με τη λ. άνήρ με την έννοια τού άντρα που ενεργεί. Απορίες, ωστόσο, γεννά το ότι οι ελλ. τύποι που ανάγονται στην ΙΕ ρίζα *-ner, δηλ. το ἀνήρ και τα παράγωγα του, εμφανίζουν προθεματικό φωνήεν α-, φωνήεν που δεν εμφανίζεται στο νωρεῖ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • норов — диал. наров, арханг. (Подв.); с народно этимологическим уподоблением приставке на , укр. норов, блр. норов, др. русск. норовъ, цслав. нравъ, болг. нърав, нрав (Младенов 360), словен. nràv, род. п. nrava, др. чеш. nrav, чеш. mrav. Праслав. *norvъ …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • νώροψ — νῶροψ, οπος, ό, ή (Α) 1. (κυρίως ως επίθ. τού χαλκού) στιλπνός, αστραφτερός («ἐν δ αὐτὸς ἐδύσατο νώροπα χαλκόν», Ομ. Ιλ.) 2. (γενικά) λαμπρός, φωτεινός 3. (κατά τον Ησύχ.) «νῶροψ λαμπρός, ὀξύφωνος, ἔνηχος, ἤ ὅτι τὴν ὄψιν ἀσθενῆ ποιεῑ». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο …   Dictionary of Greek

  • ner-1(t)-, aner- (ǝner-?) —     ner 1(t) , aner (ǝner ?)     English meaning: vital energy; man     Deutsche Übersetzung: 1. (“magische) Lebenskraft”; 2. “Mann”     Material: O.Ind. nár (nü ) “man, person”, Av. nar (nü) ds. (O.Ind. nara ḥ, Av. nara after acc. náram,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”